κονταρόξυλο

κονταρόξυλο
το
το ξύλο τού κονταριού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κονταρόξυλο — το το ξύλο του κονταριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντός — ή, ό επίρρ. ά 1. κοντόσωμος, κοντούλης: Δεν τον θέλει αυτόν τον κοντό για άντρα της. 2. φρ., «λέει ο ένας το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του» λέγεται για κείνους που εκφέρουν γνώμες αντίθετες τη μια από την άλλη ή που διατυπώνουν διάφορες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”